-
1 ἀρείων
ἀρείων, ἄρειον (root ἀρ, cf. ἄριστος, ἀρετή): comp. (answering to ἀγαθός), better, superior, etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; πρότερος καὶ ἀρείων, Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, Od. 6.182; ( παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον, Od. 23.114.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρείων
-
2 ἄρειον
ἀρείων, ἄρειον (root ἀρ, cf. ἄριστος, ἀρετή): comp. (answering to ἀγαθός), better, superior, etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; πρότερος καὶ ἀρείων, Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, Od. 6.182; ( παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον, Od. 23.114.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄρειον
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий